αναπαλλοτρίωτο

αναπαλλοτρίωτο
Νομικός όρος που σημαίνει το πράγμα που δεν επιδέχεται εξουσίαση. Στην κατηγορία του α. εντάσσεται αυτό που χαρακτηρίζεται εκτός συναλλαγής.Εκτός συναλλαγής θεωρούνται ο ελεύθερος ατμοσφαιρικός αέρας και η ανοιχτή θάλασσα, τα νερά των ποταμών, οι δρόμοι, οι λίμνες, οι πλατείες, οι όρμοι, οι παραλίες. Επίσης, εκτός συναλλαγής είναι όσα προορίζονται για την εξυπηρέτηση δημόσιων, δημοτικών, κοινοτικών ή θρησκευτικών σκοπών, δηλαδή κτίρια, θέατρα, νεκροταφεία κ.ά., καθώς επίσης και όσα για ειδικούς λόγους εντάσσονται στα εκτός συναλλαγής, όπως τα επικίνδυνα φάρμακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιγίλιο — Γράμμα που γραφόταν σε μεμβράνη και υπογραφόταν από τον πατριάρχη και τα μέλη της πατριαρχικής συνόδου. Λεγόταν και σιγιλιώδες γράμμα. Σφραγιζόταν με μολυβδένια βούλα που στο ένα μέρος της έδειχνε την Παναγία να κρατάει στα χέρια της το μικρό… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • αγροτικό ζήτημα — Τo σύνολο των θεμάτων που αφορούν την αγροτική πολιτική, κυρίως όμως τα προβλήματα που αφορούν την κατανομή της αγροτικής ιδιοκτησίας. Το βασικό χαρακτηριστικό του α.ζ. είναι η αποξένωση των αγροτών από την ιδιοκτησία της γης και η ανεπάρκεια του …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • πνευματική ιδιοκτησία — Η προστασία που παρέχεται από την εσωτερική και τη διεθνή έννομη τάξη στα έργα του πρωτότυπου επιστημονικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η προστασία αυτή αναφέρεται τόσο στην ακεραιότητα και στην οικονομική χρησιμοποίηση του έργου, όσο και στην… …   Dictionary of Greek

  • αναπαλλοτρίωτος — η, ο 1. εκείνος που δεν απαλλοτριώθηκε: Υπάρχουν ακόμη πολλά μεγάλα κτήματα αναπαλλοτρίωτα. 2. εκείνος που δεν μπορεί ή δεν πρέπει να απαλλοτριωθεί, να εκχωρηθεί, να πουληθεί: Οι αρχαιολογικοί θησαυροί είναι αναπαλλοτρίωτο κτήμα του έθνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”